31.12.12

για έναν απολογισμό του 2012



Τις τελευταίες στιγμές και τούτου του χρόνου, τα δελτία των ειδήσεων συντηρούν την απελπισία με αυτές τις μικρές μα αποτελεσματικές δοσολογίες των πέντε λεπτών, στα τακτικά διαστήματα των τριών-τεσσάρων φορών την ημέρα. Η υπολογιστική σκέψη διακόπτεται όταν στο ενδιάμεσο οι διαφημίσεις υπενθυμίζουν ότι μόνο αν αγοράσεις το προϊόν τους για να το δωρίσεις μπορείς να προσφέρεις στον άλλο την ευτυχία. Και έτσι αυτή την ώρα του απολογισμού συνειδητοποιείς ότι δεν έχεις να αγοράσεις και μαθαίνεις ότι αυτό σε κάνει ανίκανο του να προσφέρεις την ευτυχία στον άλλο. Αν η αλληλουχία των ειδήσεων απελπίζει, η επιμονή των διαφημίσεων οδηγεί στη παραλυσία. Και σαν δεδομένο που δεν μας απομένει παρά να το αποδεχτούμε, το τέλος της χρονιάς μάς βρίσκει δεμένους στις αλυσίδες μας, πιο φτωχούς, πιο ηττημένους, πιο βυθισμένους στην εκμαθημένη αβοηθησία μας, πιο μόνους από ποτέ. Και όσο αδυνατούμε να πάρουμε τα μάτια μας από τις αλυσίδες τόσο δε βλέπουμε ότι στη πραγματικότητα είμαστε δεμένοι ο ένας με τον άλλο.


Αν όντως χρειάζεται να κάνουμε ένα απολογισμό για το έτος που τελειώνει, ας ξαναδούμε τις νέες σχέσεις που κληθήκαμε να σχηματίσουμε. Και να της αποσαφηνίσουμε. Και να δούμε αν οι ιεραρχίες που σιγά σιγά απορρίπτουμε στις νέες μας σχέσεις, αν η άνευ όρων αλληλεγγύη σε αυτούς που μπορούν λιγότερο που επιδεικνύουμε σε αυτές και αν η από κοινού μας προσπάθεια σε αυτές τις νέες σχέσεις όχι για το μεγαλύτερο κέρδος αλλά για τη προκοπή, να δούμε λοιπόν αν όλα αυτά μας κάνουν να αισθανόμαστε ωραιότερα, μας κάνουν να θέλουμε να είμαστε καλύτεροι, καλύτεροι όχι για να παίρνουμε περισσότερο αλλά για να δίνουμε περισσότερο, με βάση αυτό που μπορούμε και αυτό που γνωρίζουμε, και με αυτό που νιώθουμε όταν καταλαβαίνουμε πώς είναι να δίνουμε. Και να δούμε ακόμα αν το πώς αντιλαμβανόμαστε το νέο τρόπο να σχετιζόμαστε διευρύνει έστω και λίγο το πώς βιώνουμε το να είμαστε ελεύθεροι, ακόμα και όταν αυτή η ελευθερία αλλοιώνεται από τη μπότα του φασίστα, το γκλομπ του αστυνόμου, το μικρόφωνο του δημοσιογράφου ακόμα και για τις στιγμές που αυτή η ελευθερία δε μπορεί να φανεί.


Αν όντως χρειάζεται να κάνουμε ένα απολογισμό για το έτος που τελειώνει, από το να μετρήσουμε το υπόλοιπο στη τράπεζα, από το να υπολογίσουμε το ποσοστό που μειώθηκε ο μισθός και ο βαθμός που προσαυξήθηκε ο φόρος, πιο σημαντικό ακόμα και από αυτά δεν είναι παρά να λογαριάσουμε ποιοι άνθρωποι εξακολουθούν δίπλα μας, σε ποιους ανθρώπους εμείς μπορούμε ακόμα να στέκουμε δίπλα. Πόσο νιώσαμε και πόσο ακούσαμε, πόσο συμπάσχαμε και πόσο στηρίξαμε.  Και σε αυτό όμως, κάποιοι θα μπόρεσαν περισσότερο και κάποιοι λιγότερο. Και για αυτούς που το μπόρεσαν περισσότερο τι σήμαινε να προσφέρουν τη περίσσεια τους της εμ-πάθειας και της στήριξης; Και αυτοί που το μπόρεσαν λιγότερο τι τους έκανε να σταματήσουν από το να τη ζητήσουν; 

Αν όντως χρειάζεται να κάνουμε ένα απολογισμό για το έτος που τελειώνει, θα πρότεινα να εμπεδώσουμε πως η μεγαλύτερη περιουσία μας είναι η παρουσία μας, ο καλύτερος θησαυρός το να έχουμε τον άλλο. Κανείς σε όλο αυτό δεν αξίζει να είναι μόνος. Κανείς σε όλο αυτό δε χρειάζεται να είναι μόνος. 

Καλή αποκοπή.  

28.12.12

Μουκλιόμος

Τα "κλαρίνα", στο συλλογικό ασυνείδητο όσων υπήρξαν ανυπόμονοι στον να σκαρφαλώνουν την κοινωνική σκάλα, ήταν (και ενδεχομένως να παραμένουν) εξοβελισμένα στο να συμβολίζουν τον "βλάχο", αυτόν το γενικό χαρακτηρισμό που διαχωρίζει τον επιτέλους αστό από τον μερικώς αστικοποιημένο (ή απλά χωριάτη) των (ηπειρωτικών συνήθως) ορέων και που προφανώς χρησίμευε στο να κρατά σε ασφαλή απόσταση το αστικοποιημένο εγώ από το υπόλειμμα της ταπεινής καταγωγής του που το απειλούσε. Για μένα τα κλαρίνα ήταν για χρόνια αχαρτογράφητα ή ενταγμένα εντελώς ακαδημαϊκά στην υποκουλτούρα των καλοκαιρινών πανηγυριών των παιδικών μου χρόνων, πανηγύρια όπου στέναζαν και αναστέναζαν οι ηπειρώτες μετανάστες όταν για κανά δεκαπενθήμερο γυρνούσαν στα έρημα χωριά τους από τις φάμπρικες της Γερμανίας και της Σουηδίας. 

Στα Γιάννενα όμως, στη πόλη που επιστρέφω πού και πού στα διαλείμματα της δικής μου μοντέρνας μετανάστευσης, τα κλαρίνα συνεχίζουν να γητεύουν, αδιαφορώντας θαρραλέα για τους παρελκόμενους χαρακτηρισμούς. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια συμβαίνει και μια ιδιότυπη απενεχοποίηση που συνίσταται στη μαζική κλήση κλαριτζίδων και των συγκροτημάτων τους, παραμονή χριστουγέννων και πρωτοχρονιάς, από μοντέρνες καφετέριες και μπαρ προκειμένου να διασκεδάσουν τους θαμώνες τους "παραδοσιακά" και προφανώς "εναλλακτικά", συνοδεία σουβλακίων, λουκάνικων και τσίπουρου. Η τάση αυτή είναι πια εξαιρετικά επιτυχημένη και οπωσδήποτε άκρως ψυχαγωγική, πέραν των λοιπών ψυχοκοινωνικών της ωφελειών. Και εξασφαλίζει και ένα καλό μεροκάματο για τα "κλαρίνα", των οποίων διαφορετικά η καριέρα θα περιοριζόταν στα καλοκαιρινά πανηγύρια και στις μερικώς αστικοποιημένες γαμήλιες δεξιώσεις. 

Κάτω από αυτό το πολιτισμικό πλαίσιο, σε ένα καπνισμένο απ' τα τσιγάρα και πνιγμένο απ' την οσμή του τσίπουρου καταγώγιο, ανήμερα τα χριστούγεννα στην αιθαλομίχλη των Ιωαννίνων, άκουσα για πρώτη φορά τον "Μουκλιόμος". 


Ο (ή μήπως οι) Μουκλιόμος είναι προφανώς γιαννιώτικα "κλαρίνα". Πρόκειται για την ορχήστρα του Γιάννη Χαλδούπη (φώτο), ο οποίος πλαισιώνεται από τα τρία αδέρφια Ζέγκιου στα βασικά όργανα (δεύτερο κλαρίνο δηλαδή, φλογέρα και ακορντεόν) και στη κιθάρα από τον Χαλιλόπουλο, έναν ακόμα αξεπέραστο οργανοπαίχτη της θρυλικής οικογένειας των Χαλιλοπουλαίων. Είναι υπέροχο να μαθαίνει κανείς πως "μουκλιόμος" σημαίνει "λεύτερος" στην γλώσσα των Ρομά και όπως έμαθα αργότερα αυτό ήταν το όνομα της μπάντας του Χαλδούπη όταν ήταν μετανάστης στην Ολλανδία όπου βιοποριζόταν μεταξύ άλλων επισκευάζοντας κλαρίνα. Ο ήχος τους είναι παραδοσιακός πωγωνίσιος με πολλά στοιχεία βαλκανικών χάλκινων και στα μεγάλα κέφια ξεφεύγουν με ακραίους, μακρόσυρτους τζαζ-like αυτοσχεδιασμούς. Οι χίψτερ θα αποκαλούσαν τον ήχο balkan ή gupsy folk τζαζ. Και χωρίς αμφιβολία, αν δεν κινδύνευε να χάσει εντελώς το νόημά του όπως κάθε έργο τέχνης που βιώνεται εκτός του πολιτισμικού του πλαισίου, ένα αξιοπρεπές management θα μπορούσε αυτή την ορχήστρα να την εκτόξευε. 
Το πολιτισμικό υπόβαθρο του Ρομά φαίνεται ότι αποτελεί βασικό στοιχείο του (των) Μουκλιόμου και αυτό είναι συνεπές στον ήχο αλλά και στα τραγούδια που λέει (λένε). Δεν είναι τυχαίο ότι όταν έκλεισα επιτέλους το στόμα μου που έχασκε στο πρώτο μισάωρο της επαφής με εκείνους και ρώτησα τελικά τους ανθρώπους γύρω μου, όρθιος και στριμωγμένος, για το ποιο είναι το συγκρότημα που έπαιζε, οι περισσότερες απαντήσεις που πήρα ήταν απλά "κάποιοι γύφτοι από τον Παρακάλαμο". Αυτού του είδους ο φυλετικός καθορισμός αν και ασαφής, καθώς οι Ρομά είναι διαφορετικοί από τους "γύφτους", αν και καίριος αναφορικά στη κοινωνική κατάταξη, αποδείχτηκε προς τιμήν τους και διεκδικιταίος και εντελώς μα εντελώς ζηλευτός. 

Σε αυτή την εμπειρία, στο καταγώγι, οι μουσικοί έπαιζαν στο όρθιο, αυτοσχεδιάζοντας, δίχως μικρόφωνα, δίχως ηχολήπτες ή ενισχυτές. Ήταν μόνο αυτοί, με τις φωνές τους, τις δεξιότητες και τις αδυναμίες τους, γυμνοί από φτιασιδώματα, αφημένοι στο πάθος της στιγμής και στην επικείμενη βραχνάδα. Η παρουσία τους είχε εκείνη την αμεσότητα που κάνει την αυτοσυγκράτηση περιττή και τη βραδιά αιτία αναμόχλευσης για το τι επιτέλους είναι σημαντικό σε αυτή την έρμη, τη μία και μοναδική μας ζωή. Και το κλαρίνο, αυτός ο παράξενος χάλκινος γητευτής, κοίμιζε με το γογγυσμό του την αναστολή, ώστε αν και κυκλωμένοι απ' την ορχήστρα, ελεύθεροι (μουκλιόμοι) να αφεθούμε στα παραγγέλματα του ασυνείδητου. 

Αν και ένα κομμάτι της εμφάνισής τους βιντεοσκοπήθηκε, δυστυχώς δεν έχει ανεβεί ακόμα στο δίκτυο. Εν αναμονή αυτού, βάζω εδώ ένα δείγμα του (των) Μουκλιόμος που βρήκα ψάχνοντας στο youtube, από προηγούμενο γλέντι στα Γιάννενα, λίγο καιρό πριν, πάλι σε πλαίσιο τσιπουροκατάνυξης, σε ένα κρεσέντο ρομά μουσικής. 


Σε όσους βρήκαν ενδιαφέροντα τα παραπάνω προειδοποιώ ότι υπάρχει και αυτό εδώ το βίντεο. Εδώ, παρά τις εμφανείς ατέλειες της λήψης,  ο μουσικός, σωστός "μουκλιόμος", παίζει το κλαρίνο του μέσα στο ποτάμι, παρασύροντας τους ακροατές τους σε μια έκσταση διονυσιακή . 

Το facebook του (των) Μουκλιόμος, εδώ


6.12.12

για να θυμάμαι την 6η Δεκέμβρη



Σαν να γίνεται τώρα. Ήμουν στους πρώτους μήνες της εγκατάστασής μου στο Λονδίνο. Η έκτη Δεκέμβρη του 08 ήταν η αφορμή που ζητούσε να αφεθεί στην αποτυχία της η διαρκής μου προσπάθεια να απαγκιστρωθεί η σκέψη από τα δεδομένα της πατρίδας που συνειδητά άφηνα πίσω. Η φωνή της στο τηλέφωνο ήταν διαφορετική απ' τη συνηθισμένη. Είχε κάτι από την απόγνωση του τετελεσμένου και μαζί την αγωνία για το επικείμενο παρανάλωμα. Τι συνέβη; τη ρώτησα. Μου εξήγησε. Νομίζω ότι πρέπει να κατέβεις στο κέντρο, της αποκρίθηκα, ίσως στη πιο ανθρώπινη των αντιδράσεων που θα μπορούσα να θυμηθώ από εκείνη τη περίοδο. Έχω ήδη κανονίσει, μου απάντησε, επιβεβαιώνοντας πως η ζωή επανέρχεται ασύνειδα μα δυναμικά μετά τη συντριπτική επιβολή ενός κορκονέα απέναντί της. Τέσσερα χρόνια μετά, διαβάζω παντού κείμενα με παρόμοιες αναμνήσεις από τις πρώτες στιγμές της διάδοσης της τραγικής είδησης. Σαν η ανασυγκρότηση της μνήμης να είναι η μόνη στήριξη στη δίνη της απελπισίας, σαν η θύμηση να αποτελεί το μόνο στέρεο έδαφος που μας έχει απομείνει. Μου είναι πλέον σαφές. Το πιο ανησυχητικό σε μια ημερομηνία είναι όταν αυτή γίνεται επέτειος.

 Ο Δεκέμβρης σε αυτό το μπλογκ εδώ


οι πελάτες μας ψώνισαν και αυτό

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

διάβασε και αυτό

AddThis